αὐτοδιδάκτου

αὐτοδιδάκτου
αὐτοδίδακτος
self-taught
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ντράιζερ, Θίοντορ — (Theodore Dreiser, Τερ Οτ, Ιντιάνα 1871 – Χόλιγουντ 1945). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος Γερμανού εργάτη που είχε μεταναστεύει στις ΗΠΑ, πέρασε δυστυχισμένα και φτωχικά παιδικά χρόνια· σπούδασε κάτω από ανώμαλες συνθήκες και άρχισε πολύ νωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σλόαν, Τζων — (Sloan). Αμερικανός ζωγράφος (1871 1951). Αυτοδίδακτος, εγκαταστάθηκε το 1904 στη Νέα Υόρκη όπου υπήρξε ένας από τους ηγέτες της «Ομάδας των Οχτώ», σκοπός της οποίας ήταν να αντιδράσει στο ακαδημαϊκό πνεύμα και στον απομονωτισμό της αποδεκτής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”